Loading...
 
Παρά τις κρίσιμες συγκυρίες οι πολίτες θα συνεχίσουν να επιδιώκουν ένα υψηλό επίπεδο υγείας
Friday 20 May 2022
πηγή: Top Pharma Launches 2021

Άρθρο του αντιπρόεδρου του ομίλου, Μίλτου Αγιούμπ, στη νέα ειδική έκδοση Top Pharma Launches.

To 2022 είναι η χρονιά στην οποία η αγορά των μη φαρμακευτικών προϊόντων υγείας και φροντίδας θα κληθεί να αποδείξει την ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητά της, καθώς θα βρεθεί στο επίκεντρο αντίρροπων τάσεων.

Από τη μία πλευρά, η διετής και πλέον πανδημία της COVID-19, έφερε στο προσκήνιο και εξοικείωσε νέα τμήματα του κοινού με διαφορετικές κατηγορίες παραφαρμακευτικών προϊόντων, όπως συμπληρώματα διατροφής και ιατροτεχνολογικά προϊόντα. Ταυτόχρονα, τοποθέτησε ακόμα υψηλότερα την αξία της υγείας ως συλλογικής και ατομικής προτεραιότητας και ανέδειξε τη σημασία της πρόληψης, μέσα και από τη χρήση σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών. Τέλος, κατέστησε το φαρμακείο ως χώρο αναφοράς και συχνής επίσκεψης για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών.

Από την άλλη ωστόσο πλευρά, ο ίδιος παράγοντας- δηλαδή η πανδημία- σε συνδυασμό με το τραγικό γεγονός του πολέμου στη Ουκρανία έχουν εκκινήσει ένα ντόμινο διεθνών ανισορροπιών με κοινή συνισταμένη την αύξηση των τιμών στην ενέργεια και σε αγαθά πρώτης ανάγκης και την αντίστοιχη μείωση της αγοραστικής δύναμης και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης των νοικοκυριών. Παράλληλα, πολλές επωνυμίες (brands) της παραφαρμακευτικής αγοράς κλήθηκαν να διαχειριστούν αυξημένα κόστη παραγωγής και προμήθειας, που τις έχουν οδηγήσει ήδη σε ανατιμήσεις και των δικών τους προϊόντων. Αντίθετη βέβαια τάση σημειώνεται στις τιμές των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, που σχετίζονται με τη διαχείριση της πανδημίας, όπως μάσκες και διαγνωστικά τεστ, ως αποτέλεσμα της αυξημένης ακόμα προσφοράς.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ρευστότητας, μία πρώτη εκτίμηση για τη συμπεριφορά της αγοράς στο υπόλοιπο του 2022 θα μπορούσε να είναι ότι παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, οι πολίτες θα συνεχίσουν να επιδιώκουν τη συντήρηση ενός υψηλού επιπέδου υγείας-  έστω και ως μέσου διατήρησης της παραγωγικότητας και της ικανότητάς τους για εργασία (τάση που επιβεβαιώθηκε και την υφεσιακή δεκαετία του 2010). Εφόσον αυτό συμβεί, η επίπτωση στις συνολικές πωλήσεις των παραφαρμακευτικών προϊόντων θα είναι πιθανώς μικρότερη σε σχέση με άλλες κατηγορίες προϊόντων ελαστικής ζήτησης εκτός φαρμακευτικής αγοράς. Αυτό, μάλιστα, είναι αναμενόμενο να ισχύσει σε μεγαλύτερο βαθμό για προϊόντα που συνδέονται πιο άμεσα με την υγεία, όπως τα συμπληρώματα διατροφής και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα παρά για εκείνα που αφορούν την περιποίηση/ ομορφιά (τα προϊόντα, που σχετίζονται με την COVID-19 θα συνεχίσουν να ακολουθούν τη δική τους αυτόνομη πορεία).

Παράλληλα είναι λογικό να αναμένουμε πως θα υπάρξει μία ανακατανομή μεριδίων μεταξύ των επωνυμιών (brands) εντός των διαφορετικών κατηγοριών, καθώς οι πολίτες θα αναζητούν πιο έντονα προϊόντα με υψηλή αντιλαμβανόμενη “ανταποδοτικότητα από την αγορά” (“value-for-money”) ή/και θα επιλέγουν να μετακινήσουν τις αγορές τους σε προϊόντα χαμηλότερης τιμής per se.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το “εκπαιδευμένο” κοινό για παραφαρμακευτικά προϊόντα, που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία, θα συνεχίσει να αναζητά- έστω και με μία προσωρινή επιβράδυνση- νέες, αποτελεσματικότερες λύσεις σε ανάγκες υγείας και φροντίδας. Το γεγονός αυτό αφήνει περιθώριο για την επιτυχημένη εισαγωγή νέων προϊόντων και το “δύσκολο” 2022, υπό τις προϋποθέσεις της πραγματικής καινοτομίας και της διατήρησης της σχέσης αξίας/τιμής.